- οστεοπόρωση
- (Ιατρ.). Λέπτυνση στα σηραγγώδη και φλοιώδη στρώματα του οστού, ως αποτέλεσμα μερικής απορρόφησής του. Η νόσος αυτή είναι αποτέλεσμα τοπικών ή συστηματικών μεταβολικών διαταραχών. Συχνά παρατηρείται στην οστεομυελίτιδα, στη νόσο του Ιτσένκο-Κούσινγκ, στις φλεγμονώδεις νόσους των αρθρώσεων, στα τραύματα, –ειδικά στα κατάγματα–, με μεγαλύτερες βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία και στα νεύρα. Ο. παρατηρείται συχνά και από κρυοπαγήματα, εγκαύματα και βλάβες του νευρικού συστήματος από τοξικές καταστάσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται και ως παρενέργεια της θεραπείας με πρεδνιζολόνη.
* * *ηιατρ. νόσος που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή παραγωγή θεμέλιας ουσίας, τού βασικού υλικού από το οποίο αναπτύσσεται ένα οστὁ, ἡ από σημαντική ελάττωση τής περιεκτικότητάς του σε ασβέστιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoporosis < ὀστέον / ὀστοῦν + πόρος].
Dictionary of Greek. 2013.